φράστωρ

φράστωρ
φράστωρ
guide
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φράστωρ — ορος, ὁ, Α φραστήρ*, οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω* (Ι) + επίθημα τωρ (βλ. λ. τήρας), πρβλ. πράκ τωρ] …   Dictionary of Greek

  • φράστορα — φράστωρ guide masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράστορας — φράστωρ guide masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράστορι — φράστωρ guide masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράστορος — φράστωρ guide masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”